- ανακαλύπτω
- (Α ἀνακαλύπτω)νεοελλ.1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστόαρχ.1. ξεσκεπάζω, φανερώνω2. αφαιρώ το κάλυμμα, ανοίγω, αποκαλύπτω3. φρ. «ἀνακαλύπτω λόγους», μιλώ απερίφραστα, ανοιχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + καλύπτω.ΠΑΡ. ανακαλυπτήρια, ανακάλυψιςνεοελλ.ανακαλυπτικός].
Dictionary of Greek. 2013.